- ἀγάθεος
- ᾱγᾰθεος1 most holy
ἐν Πυθῶνι ἀγαθέᾳ P. 9.71
ἐν ἀγαθέᾳ Πυθῶνι N. 6.34
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐν Πυθῶνι ἀγαθέᾳ P. 9.71
ἐν ἀγαθέᾳ Πυθῶνι N. 6.34
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀγάθεος — ἀ̱γάθεος , ἠγάθεος most holy masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηγάθεος — ἠγάθεος, έη, ον, δωρ. τ. άγάθεος (Α) (για τόπους που βρίσκονται κάτω από την προστασία θεών) πολύ θείος, πολύ ιερός, αγιότατος («ἠγάθεος Πύλος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατικό πρόθημα αγα * + θεός, με μετρική έκταση τού αρχικού α] … Dictionary of Greek